|
|
Πέρα όμως από τα χειρόγραφα του
ίδιου του Παλαμά, φυλάσσονται και
επιστολικά κείμενα ομοτέχνων φίλων
του, αλλά και πολιτικών ανδρών,
καθώς και ανθρώπων του πνεύματος
γενικότερα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν
δύο επιστολές, ενός λογοτέχνη της
προγενέστερης του Παλαμά γενιάς, και
ενός νεώτερου. Συγκεκριμένα, στις 22
Μαρτίου 1882, ο Αχιλλεύς Παράσχος
έγραφε στον Παλαμά: «Φίλτατε, δύω
μόνον λέξεις, διότι ο φίλος όστις θα
Σε δώση την επιστολήν αναχωρεί την
στιγμήν ταύτην. Δεν είμαι αχάριστος!
Είμαι μόνον τεμπέλη. Δια τούτο μόνον
δεν Σας έγραψα (…) Σε πέμπω εν σώμα
των ποιημάτων μου και Σε φιλώ ως
πρεσβύτερος αδελφός Κώστα μου! Όλος
Σος Α. Παράσχος» [54]. Το
1909, ο νεωτεριστής των γραμμάτων
μας Νίκος Καζαντζάκης έστειλε στον
Παλαμά εξίσου θερμή επιστολή [55].
Επίσης ο Παλαμάς δέχεται θερμές
επιστολές και από ομοτέχνους του τού
Εξωτερικού, όπως για παράδειγμα από
τον ιδρυτή του Φουτουρισμού
F.
T.
Marinetti
[56].
|
|
 |
 |
 |
|
Από τους πολιτικούς επιστολογράφους
του Παλαμά, θυμίζουμε τον Βενιζέλο,
ο οποίος με αφορμή τον εορτασμό της
πεντηκονταετηρίδας της πνευματικής
δημιουργίας του Παλαμά στη
Θεσσαλονίκη, του έστειλε ένα θερμό
γράμμα στις 24 Δεκεμβρίου 1927:
«Φίλε κ. Παλαμά, παρακαλώ δεχθήτε
και τα δικά μου συγχαρητήρια για την
πεντηκονταετηρίδα που εορτάσθηκε
τόσο ωραία στη Θεσσαλονίκη. Όλοι μας
ευχόμεθα να ζήσετε πολλά ακόμη
χρόνια δια να σκορπίζετε με τον
εμπνευσμένο στίχο σας εις τη δύσκολη
σημερινή περίοδο της εθνικής ζωής
κάποια παρηγοριά, κάποιο
φρονηματισμό και κάποια ελπίδα. Σας
εύχομαι να περάσετε τις εορτές με
υγεία και χαρά. Δικός σας Ελευθέριος
Βενιζέλος» [57]. Αλλά και ο
Παναγιώτης Κανελλόπουλος, στις 30
Νοεμβρίου 1921, αποστέλλει από τη
Χαϊδελβέργη στον Παλαμά, με ένα
συνοδευτικό γράμμα, ορισμένα νεανικά
ποιήματά του που σκόπευε να εκδώσει.
Για τον λόγο αυτόν ζητάει
προηγουμένως τις συμβουλές τού
εθνικού ποιητή. Η επιστολή αρχίζει
ως εξής: «Αξιότιμε Κύριε Παλαμά, δεν
είνε μόνο μια υποχρέωση. Είνε ένας
πόθος μου εσωτερικός, είνε μια
ανάγκη που με βάζει σήμερα –που θα
μ’ έβαζε και αύριο– να εμπιστευθώ
στα χέρια τα δικά Σας το πιο
αγαπημένο μου, το πιο δικό μου απ’
όσα μπορούσα να πάρω από τον εαυτό
μου. Σας το στέλνω από μακριά. Είνε
τα τραγούδια μου. Τα στέλνω πάλι
στην πατρίδα τους. Γεννημένα στην
ξενητειά νοιώθουν ακόμα πιο μεγάλη
την ανάγκη να ζεσταθούν στη μητρική
τους αγκαλιά. Τα στέλνω και τα
χαρίζω στον άνθρωπο εκείνο που
καλύτερα από κάθε άλλον θα τα
καλωσορίση στον ερχομό τους θα
δειχτή σκληρός στην σκληρότητά τους
και απαλός στη καλοσύνη τους!»
[58].
|
|
 |
|
 |
|
|